ἀμεταμέλητος

ἀμεταμέλητος
278 ἀμεταμέλητος
{прил., 2}
не вызывающий раскаяния или сожаления, непреложный, неизменный (Рим. 11:29; 2Кор. 7:10).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ἀμεταμέλητος" в других словарях:

  • ἀμεταμέλητος — not to be repented of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεταμέλητος — η, ο (Α ἀμεταμέλητος, ον) [μεταμέλομαι] (για πρόσωπα) αυτός που δεν μεταμελείται για την πράξη του, ο αμετανόητος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός, για τον οποίο δεν μετανιώνει κανείς 2. φρ. «ἀμεταμέλητόν ἐστι τί τινι», δεν έχει κανείς κάτι για το… …   Dictionary of Greek

  • αμεταμέλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταμελείται ή δε μεταμελήθηκε, αμετανόητος: Για όλες του αυτές πς ενέργειες είναι αμεταμέλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμεταμελήτως — ἀμεταμέλητος not to be repented of adverbial ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμέλητον — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc sg ἀμεταμέλητος not to be repented of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμελήτου — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμελήτους — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμελήτῳ — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμέλητα — ἀμεταμέλητος not to be repented of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεταμέλητοι — ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμετανόητος — η, ο (AM αμετανόητος, ον) αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μετανοῶ. ΠΑΡ. ἀμετανοησία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»